- Μακεδονιάρχης
- Μακεδονιάρχης, ὁ, θηλ. Μακεδονιάρχισσα (Α)διοικητής τής Μακεδονίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < Μακεδονία + -άρχης (< ἄρχω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μακεδονιαρχικός — Μακεδονιαρχικός, ή, όν (Α) [Μακεδονιάρχης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μακεδονιάρχη … Dictionary of Greek